αρκώ
Greek Monolingual
(AM ἀρκῶ -έω)
1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ
2. αρκούμαι
μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό
3. τα αρκούντα
αρκετή ποσότητα
αρχ.
1. αποκρούω, αποσοβώ
2. προστατεύω, υπερασπίζω
3. βοηθώ
4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρκώ ανάγεται σε θ. αρκ- (πρβλ. άρκος, άρκιος) < ΙΕ. ρίζα areq- «προστατεύω, ασφαλίζω». Δεν είναι όμως δυνατόν να υποστηριχθεί με βεβαιότητα αν το ρήμα προέρχεται από το ουσ. άρκος ή το αντίθετο. Παρ' όλα αυτά, αν κρίνουμε από τη σπανιότητα του τ. άρκος, φαίνεται πιθανότερη η δεύτερη άποψη, κατά την οποία το ουσ. είναι μεταρρηματικό παράγωγο. Οι τύποι αυτής της οικογένειας εμφανίζουν σημαντικές σημασιολογικές αποκλίσεις, αλλά ως κεντρικός συνδετικός κρίκος μπορεί να θεωρηθεί η έννοια της ασφάλειας ή της βεβαιότητας, η οποία παρουσίασε διαφορετική εξέλιξη στον κάθε τύπο. Το ρ. αρκώ αρχικά σήμαινε «αποκρούω» (Ιλ.), έπειτα προσέλαβε τη σημασία «προστατεύω, βοηθώ», για να καταλήξει τέλος στην έννοια «επαρκώ, φθάνω», την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα.
ΣΥΝΘ. διαρκώ, εξαρκώ, επαρκώ
αρχ.
απαρκώ, εναρκώ, ολιγαρκώ
νεοελλ.
υπεραρκώ].