αρύω

Greek Monolingual

(και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω)
μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές
αρχ.
1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό
2. μέσ. α) υδρεύομαι
β) (για αστέρια) ανατέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι σύνθετο < Fαρ- (πρβλ. σανσκρ. vār- «νερό») + (ενεστ.) ύω (πρβλ. αφ-ύω, αύω) δεν είναι ικανοποιητική, ενώ η ετυμολόγηση του τ. < Fαρύω (πρβλ. (F)αρυσσάμενος, Ησίοδ.) συνδέει το ρ. αρύω με το αρμ. gerem «αιχμαλωτίζω, παίρνω» (πρβλ. καλύπτω με αρχ. ιραν. celim). Τέλος, με μεταπτωτική μεταβολή της ρίζας του (Fαρ-υ / Fερ-σχετίζεται το αρύω με το ευρίσκω (πρβλ. βαρύς -βρίθω) καθώς και με το αρχ. ιραν. fūar «πέτυχα, βρήκα» και πιθ. με το μεσαίων, ιραν. feraim «χύνω, αποβάλλω». Στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται ο τ. αρύτω (πρβλ. ανύω -ανύτω), ενώ στη Λεσβιακή παραδίδεται μτχ. αρυτήμενοι < (ρ.) αρυτέω. Το ρ. αρύω απαντά στον Ησίοδο, στην Ιωνική -Αττική και την Κοινή, με βασική σημασία «αντλώ», έχει δε παράλληλη σημασιολογική χρήση με το ρ. αφύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. αρυστήρ, αρύταινα, αρυτήρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αναρύτω, απαρύω και απαρύτω, διαρύω και διαρύτω, εξαρύω, επαρύτω].