αψύς
Greek Monolingual
-ιά, -ύ και αψός, -ή, -ό (Μ ἁψύς, -εῖα, -ύ)
Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος
2. (για τον έρωτα) φλογερός
3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής
μσν.- νεοελλ.
1. γρήγορος
2. αυθάδης, θρασύς
νεοελλ.
1. οξύς, δριμύς (στη γεύση)
2. ζωηρός, δραστήριος
3. πολύ ζεστός, κουτός
4. ισχυρός, δυνατός
5. καθαρός, αμιγής
II. επίρρ. αψά (Μ ἁψά)
δυνατά, έντονα
νεοελλ.
1. γρήγορα, αμέσως
2. στα γρήγορα, μεμιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. αψύς πλάστηκε από τα σύνθετα με α' συνθετικό αψι- (< άπτω) αψικάρδιος, αψίκορος, αψίμαχος κ.ά., κατά τα επίθετα σε -ύς (πρβλ. οξύθυμος -οξύς). Ο τ. αψός < αψύς αναλογικά προς τα επίθετα σε -ος (πρβλ. γλυκός-γλυκύς κ.ά.)].