βουγάϊος

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, (γαίω) bully, braggart, only voc. as term of reproach, Il.13.824, Od.18.79; applied to those who lived on milk in Dulichion and Same, Nic.Fr.131.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 fanfarrón Αἶαν ... βουγάϊε Il.13.824, cf. Od.18.79.
2 que vive de las vacas Nic.Fr.131.
3 buey de labor Apollon.Lex.828.
• Etimología: Forma comp. de βου- prefijo aumentativo y -γάϊος de la r. *geHu̯2- ‘alegrarse’ para sent. 1. En el caso del sent. 2 hay que pensar en un primer elemento βου- de *gu̯ōusvaca’ y un -γᾱιος rel. γῆ y γαῖα q.u.

German (Pape)

[Seite 455] der sich übermäßig freuet (γαίω), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῦν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, μήτε γένοιο, εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος βουγήιε διὰ τοῦ η· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ α, τάχα ἐπεὶ γαίων ὡς ἐπὶ τὰ πλεῖστον ὁ ποιητὴς λέγει. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 11.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: βου-, γαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουγάϊος -ου, ὁ βου-, γαίω opschepper.

Russian (Dvoretsky)

βουγάϊος: ὁ бран. хвастун, бахвал Hom., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βουγάϊος: [ᾱ], ὁ, (γαίω) ὁ ὑπερβολικῶς χαίρων, καυχώμενος, μεγαλαυχῶν (πρβλ. βου-), ἐν χρήσει μόνον μετὰ κλητ. ὡς ἐπίπληξις, Ἰλ. Ν. 824, Ὀδ. Σ. 79.

English (Autenrieth)

braggart, bully; a term of reproach, Il. 13.824, Od. 18.79.

Greek Monolingual

βουγάϊος, ο (Α)
1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε
θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά
2. αδρανής
3. βραδύνους, χοντροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α' συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου- επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. γαίω «είμαι περήφανος, καμαρώνω», που απαντά κυρίως στη μτχ. γαίων. Η υπόθεση ότι το ᾱ στο -γάϊε (από την κλητ. βουγάϊε) είναι αιολικό, δηλ. -γắϊε < -γᾱFιε, ή ότι προήλθε από μετρική έκταση είναι αμφίβολη. Προτιμότερο είναι να θεωρηθεί ότι -γάϊε < -γαι-ϊε].

Greek Monotonic

βουγάϊος: [ᾱ], ὁ (γαίω), ο υπερβολικά καυχησιάρης, νταής ή φωνακλάς· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως επίπληξη, βουγάϊε, σε Όμηρ.