βραχύνω
English (LSJ)
abridge, shorten, i.e. to be a sign of a brief attack, Hp. Aph.1.12; use as short, συλλαβήν Pl.Per.4:—Pass., opp. μηκύνομαι, Luc.Hist.Conscr.55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633.
Spanish (DGE)
I intr.
1 durar menos tiempo, abreviarse la duración de una enfermedad, Hp.Aph.1.12, Gal.17(2).392.
2 en v. med. hacerse más corto en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.Hist.Cons.55.
II tr., prosod. pronunciar como breve, abreviar συλλαβήν Plu.Per.4
•en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.Il.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.Il.6.268b.
German (Pape)
[Seite 462] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.
French (Bailly abrégé)
f. βραχυνῶ;
prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..
Étymologie: βραχύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχύνω βραχύς bekorten:. β. συλλαβήν een lettergreep kort uitspreken Plut. Per. 4.1.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχύνω: сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύνω: μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι βραχύ, συντομεύω, Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.
Greek Monolingual
(AM βραχύνω) βραχύς
1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο
νεοελλ.
(προστ.) βραχύνατε
στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
Greek Monotonic
βρᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, συντομεύω, μικραίνω, περικόπτω, μεταχειρίζομαι κάτι ως βραχύ, συλλαβήν, χρησιμοποιώ ως βραχεία συλλαβή, σε Πλούτ.