βυζαίνω
Greek Monolingual
και βυζάνω (Μ βυζάνω)
1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό
2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος
3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα
νεοελλ.
1. εκμεταλλεύομαι συστηματικά κάποιον και αποσπώ ωφελήματα
2. τρέφω, ταΐζω κάποιον
3. καρπώνομαι, απολαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. βυζάνω < μυζάνω (με ανομοιωτική τροπή του μ- σε β-), από τον αόρ. εμύζησα του μυζάω αναλογικά προς το σχήμα εβλάστησα-βλαστάνω ή από συμφυρμό των μυζάω και βυζίον. Ο τ. βυζαίνω < εβύζασα (κατά το σχήμα εχόρτασα-χορταίνω, ολίσθησα-ολισθαίνω), αόρ. του βυζάνω, κατά το σχήμα δαγκάνω-εδάγκασα].