γεια

Greek Monolingual

η
1. η υγεία
2. (σε χρήση κυρίως για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) γεια, «έχε γεια» ή «έχετε γεια»
3. «αφήνω γεια» — αποχαιρετώ και πεθαίνω
4. «με γεια» — ευχή γι' αυτόν που φορά καινούργια ρούχα ή άλλο είδος αμφίεσης
5. «γεια στα χέρια σου» — ως έπαινος ή ευχή γι' αυτόν που εξετέλεσε κάποιο έργο με επιτυχία
6. ειρων. «με γεια τα μάτια» — γι' αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται κάτι με το βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγειά < αρχ. υγίεια και υγιεία, με αποκοπή (σίγηση) του αρκτικού φωνήεντος (πρβλ. υψηλός > ψηλός, ωσάν > σαν, ολίγος > λίγος κ.λπ.)].