δέση
Greek Monolingual
η (AM δέσις) δω
1. το δέσιμο, η σύνδεση
2. δέσμευση
3. συναρμογή, συγκόλληση πολύτιμου λίθου σε κόσμημα
4. πλοκή, σύνδεση δραματικού έργου
μσν.- νεοελλ.
1. το σημείο όπου το νερό του ποταμού διοχετεύεται στο μυλαύλακο
2. ενότητα, σύνδεσμος
νεοελλ.
φράγμα ποταμού
αρχ.
1. βαλάντιο
2. (για φυτά) αρμός, άρθρωση.