δήμωμα
English (LSJ)
v. δάμωμα.
Greek (Liddell-Scott)
δήμωμα: τό, τοῦ λαοῦ τέρψις, χαρίτων δαμώματα, ᾄσματα δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Στησίχ. 34 (ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 798)· πρβλ. δημόομαι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δήμωμα: -ατος, τό (δημόομαι), λαϊκή διασκέδαση· χαρίτων δαμώματα, λαϊκά αστεία άσματα που εκτελούνται δημοσίως, σε Στησίχ. παρ' Αριστοφ.
Middle Liddell
δημόομαι
a popular pastime, χαρίτων δαμώματα odes for public performance, Stesich, ap. Ar.
Translations
pastime
Armenian: ժամանց; Bulgarian: забавление, развлечение; Catalan: passatemps; Chinese Mandarin: 消遣, 娛樂/娱乐; Czech: zábava, kratochvíle; Dutch: hobby, tijdverdrijf, ontspanning; Faroese: dagdvølja; Finnish: ajanviete, viihdyke, huvi; French: passe-temps; German: Zeitvertreib; Greek: διασκέδαση, αναψυχή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, δάμωμα, δήμωμα, διαγωγή, διατριβή, ἑορτή, ὁρτή, παιδιά, παιδιή, ψυχαγωγία; Hebrew: בילוי; Hungarian: időtöltés; Irish: caitheamh aimsire, spórt; Italian: passatempo; Japanese: 娯楽; Latin: ludus, oblectamen, oblectamentum; Maori: runaruna; Norwegian Bokmål: tidsfordriv; Nynorsk: tidsfordriv; Pennsylvania German: Zeitverdreib; Persian: سرگرمی; Polish: rozrywka; Portuguese: passatempo; Russian: времяпрепровождение, развлечение, увеселение, забава; Sanskrit: देवना; Scottish Gaelic: cur-seachad, caitheamh-aimsire; Spanish: pasatiempo; Swedish: förströelse, tidsfördriv; Tagalog: palipas-oras; Turkish: eğlence, hobi, meşgale