διοίχομαι

English (LSJ)

fut. -οιχήσομαι: pf.
A διοίχημαι Hdt.4.136:—to be quite gone by, my doom is sealed ἡμέραι διοίχηνται Id. l. c.; of persons and things, to be clean gone, to have perished, τἀμὰ γὰρ διοίχεται A.Fr.138, cf. S.Aj.973, E. Or.181 (lyr.), Ar.Th.609, etc.; rare in Prose, Hdt. l.c., Pl.Phd. 87e.
II to be gone through, ended, ὁ λόγος διοίχεται S.OC574 (codd. recc. for διέρχεται); χἠ δίκη δ. E.Supp.530.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. διοίχημαι Hdt.4.136]
1 pasar el tiempo, en sent. temp. concluir αἵ τε ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται se os han pasado los días Hdt.l.c.
ref. la vida morir ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας ... διοίχεται S.Ai.973, τὸ σῶμα ... ταχὺ σαπὲν διοίχοιτο Pl.Phd.87e
pres. c. valor de perf. concluir, cumplirse χὠ λόγος διοίχεται el discurso ha concluido S.OC 574, χἠ δίκη διοίχεται y la justicia se ha cumplido E.Supp.530.
2 fig. estar perdido, arruinado, morir τἀμὰ γὰρ διοίχεται mi vida ha terminado A.Fr.138, cf. Ec.393, ὅταν δὲ μὴ τύχῃ, διοίχεται E.IA 958, cf. Or.855, Io 765, ὑπὸ γὰρ ἀλγέων ὑπό τε συμφορᾶς διοιχόμεθ', οἰχόμεθα E.Or.181, θεράπευσον ἡμᾶς, εἰ δὲ μή, διοίχομαι Luc.Ocyp.157, cf. Ar.Th.609, AP 5.162 (Asclep.), de los sentidos ὡς ἀλλότρια διοιχόμενα perdidos como si fueran ajenos Longin.10.3.

French (Bailly abrégé)

1 passer, s'écouler;
2 être terminé ; être fini, être perdu.
Étymologie: διά, οἴχομαι.

German (Pape)

(οἴχομαι), dahingehen, vergehen, von der Zeit; αἱ ἡμέραι διοίχηνται Her. 4.186; Αἴας διοίχεται Soph. Aj. 959, d.i. er ist umgekommen, wie Eur. Ion 765; Ar. Th. 609; τἀμὰ διοίχεται Aesch. frg. 120; so λόγος Soph. O.C. 580, ist beendet, wie δίκη δ. Eur. Suppl. 542; I.A. 961; sich auflösen, Plat. Phaed. 87c.

Russian (Dvoretsky)

διοίχομαι:
1 проходить, кончаться, истекать: ὁ λόγος διοίχεται Soph. речь (моя) окончена; αἱ ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται (v.l. διοιχέαται) Her. назначенное вам число дней истекло; ἡ δίκη διοίχεται Eur. правосудие совершилось;
2 погибнуть, пропасть (Αἴας διοίχεται Soph.; δ. ὑπὸ συμφορᾶς Eur.; ἀπολομένης τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα διοίχοιτο Plat.): διοίχομαι или τἀμὰ διοίχεται Arph. я пропал.

Greek (Liddell-Scott)

διοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι· πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136· ἀποθ.· -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, λήγω, ὁ λόγος διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)· χὴ δίκη δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530.

Greek Monolingual

διοίχομαι (Α) οίχομαι
1. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω
2. (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, χάνομαι, διαλύομαι
3. λήγω, τελειώνω («ὁ λόγος διοίχεται», «ἡ δίκη διοίχεται»).

Greek Monotonic

διοίχομαι: μέλ. -οιχήσομαι, παρακ. -οίχημαι, αποθ.:
I. έχω εντελώς περάσει, παρέλθει, έχω διαβεί, λέγεται για χρόνο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, παρέρχομαι, απέρχομαι, χάνομαι, αφανίζομαι, Λατ. periisse, σε Σοφ., Ευρ.
II. τελειώνω, λήγω, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

fut. -οιχήσομαι perf. -οίχημαι
I. Dep.:— to be quite gone by, of time, Hdt.: of persons, to be clean gone, to have perished, Lat. periisse, Soph., Eur.
II. to be gone through, ended, Soph., Eur.