εική
Greek Monolingual
(Α εἰκῇ) επίρρ.
νεοελλ.
φρ. «εική και ως έτυχε» — εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή
αρχ.
1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ' εἰκῇ λέγοντας» — διατηρώντας τη λογική του σκέψη ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούσαν επιπόλαια)
2. μάταια, άνευ λόγου
3. ελαφρά, μέτρια («ἀγγεῖα εἰκῇ πεπυρωμένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματικός σχηματισμός με κατάληξη δοτικής (πρβλ. κομιδῄ, σπουδῄ) που προέρχεται από τ. ε-(F)εκῄ και συνδέεται με τα εκών, ένεκα. Είναι εξίσου πιθ. να συνδέεται με το έοικα (πρβλ. ομηρ. εικοβολείν, εκηβόλος), άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη παράλληλων σημασιολογικά τύπων στην αρχ. Ινδική].