εκκλίνω

Greek Monolingual

(AM ἐκκλίνω)
1. γέρνω προς τα έξω
2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι
νεοελλ.
μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος
μσν.
1. παρασύρω
2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω
3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» — γερνώ
αρχ.
1. λυγίζω προς τα έξω
2. αλλάζω τον τύπο μιας λέξης
3. εξαρθρώνω, εκτοπίζω
4. σφετερίζομαι, καταχρώμαι
5. αποχωρώ, αποσύρομαι
6. χάνω τη θέση μου
7. ξεφεύγω, αποφεύγω
8. στρέφω κάτι προς μια μεριά
9. διαφθείρω, παραβιάζω
10. επισκέπτομαι κατά την περιοδεία.