εκλαμβάνω
Greek Monolingual
(AM ἐκλαμβάνω)
αντιλαμβάνομαι, εννοώ ή ερμηνεύω κάτι με κάποιον τρόπο ή έννοια («τον εξέλαβε ως κακοποιό», «η υποχωρητικότητα εκλαμβάνεται ως αδυναμία»)
μσν.
1. προβάλλω ένσταση
2. αισθάνομαι
3. νοικιάζω
αρχ.
1. παίρνω κάτι από κάποιον
2. αρπάζω βιαίως
3. παίρνω ολόκληρο κάτι
4. καταγράφω, σημειώνω
5. εκλέγω
6. φρ. «ἔργα ἐκλαμβάνω» — αναλαμβάνω ως εργολάβος την εκτέλεση ἔργων.