εκρέω
Greek Monolingual
(Α ἐκρέω)
1. ρέω από κάπου ή από κάτι
2. (για ποταμό) ρέω έξω ή μακριά, χύνομαι έξω, εκβάλλω
3. (για φτερά ή τρίχες) πέφτω, μαδιέμαι
4. μτφ. λειώνω, αφανίζομαι, γίνομαι άφαντος
5. λησμονιέμαι
6. (με σύστ. αιτ.) αφήνω κάτι να πέσει, χύνω, κάνω κάτι να φυλλορροήσει, εξαφανίζω («τὴν χάριν ἐξέρρευσας»).