εξέλιξη
Greek Monolingual
η (AM ἐξέλιξις)
1. ξετύλιγμα, ξεδίπλωμα
2. ανάπτυξη, μετάβαση από απλούστερες μορφές σε άλλες πιο σύνθετες ή ανώτερες
νεοελλ.
1. (για φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.) η διαμόρφωση με την πάροδο του χρόνου
2. (για πρόσ.) επαγγελματική πρόοδος, άνοδος σε βελτιωμένη κατάσταση ή ανώτερη θέση
3. (για ασθένειες) η διαδοχή τών εκδηλώσεων και τών συμπτωμάτων
4. οι διαδοχικές αλλαγές στη διαμόρφωση τών οργανισμών τών έμβιων όντων
5. φρ. «θεωρία της εξέλιξης» — η θεωρία κατά την οποία τα έμβια όντα του φυτικού και του ζωικού κόσμου προήλθαν από κατώτερα είδη με την επίδραση τών συνεχών αλλαγών του περιβάλλοντος
αρχ.-μσν.
ανάπτυξη του μετώπου στρατιωτικού σχηματισμού.