εξανύω
Greek Monolingual
ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α)
1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι' ἐξήνυσε», Σοφ.)
2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ' ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.)
3. κυριεύω, κατακτώ
4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω («ἁμέραν τάνδ' ἐξανύσασα», Ευρ.)
5. (απολ.) διανύω τον δρόμο προς έναν τόπο, φθάνω κάπου
6. (με απρμφ.) κατορθώνω να κάνω κάτι
7. μέσ. κατορθώνω να πάρω κάτι από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ανύω «επιτελώ, ολοκληρώνω»].