εξαπολύω
Greek Monolingual
και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ)
δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία
νεοελλ.
απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του»)
νεοελλ.-μσν.
1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω («ὅσους εἶχεν ἀρεστιασμένους εἰς τὰς φυλακὰς ἐξαπόλυσέν τους», Μαχαιρ.)
μσν.
1. παραδίδω στη διάθεση κάποιου
2. επιτρέπω να γίνει («ο νόμος δεν το 'ξαπολεί», Μ. Φαλιέρ.)
3. εγκαταλείπω
4. απαρνούμαι
5. (για αμαρτίες) συγχωρώ, δίνω άφεση
6. διώχνω
7. παραβλέπω, περιφρονώ
8. εκσφενδονίζω, ρίχνω
9. (για ειρήνη) παραβιάζω
10. μέσ. ζω ελεύθερα χωρίς ηθικούς περιορισμούς
11. μέσ. αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, αχαλίνωτο
12. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) εξαπολυμένος, -η, -ο
άνδρας ή γυναίκα ελευθερίων ηθών.