εξεγείρω

Greek Monolingual

(AM ἐξεγείρω) εγείρω
1. σηκώνω κάποιον, τον κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο
2. διεγείρω, προκαλώμέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον»)
3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες»)
4. ξεσηκώνω κάποιον εναντίον άλλου
αρχ.-μσν.
ανασταίνω («οὐδεὶς θανόντας ἐξεγείρει τοῦ τάφου»)
μσν.
παρακαλώ
αρχ.
1. μέσ. ἐξεγείρομαι
σηκώνομαι όρθιος
2. (για φωτιά) αναζωπυρώνω.