επαμφοτερίζω
Greek Monolingual
(Α ἐπαμφοτερίζω) επαμφότερος
1. κλίνω άλλοτε προς τον ένα κι άλλοτε προς τον άλλο, είμαι διπλοπρόσωπος («ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνη ἀποφαίνειν... ἐπαμφοτερίζοντα», Θουκ.)
2. είμαι αμφίβολος, εκλαμβάνομαι με δύο τρόπους, δέχομαι διπλή ερμηνεία
αρχ.
1. αμφιρρέπω, αμφιταλαντεύομαι
2. (για πυρετό) έχω δύο μορφές
3. (για φωνήεντα) μπορώ να εκληφθώ και ως μακρόχρονο και ως βραχύχρονο
4. μοιάζω στη φύση με κάποιο άλλο, έχω διπλή φύση
5. βρίσκομαι ακριβώς στη μέση
6. επαρκώ και για τα δύο μέρη.