επινεύω

Greek Monolingual

(AM ἐπινεύω) νεύω
1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.)
2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῦθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.)
αρχ.
1. υπόσχομαιτάδε Ζεὺς οὑμὸς ἐπένευσεν πατήρ», Ευρ.)
2. επιτρἐπω
3. κλίνοντας το κεφάλι διατάζω κάποιον να κάνει κάτι («ὅγ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε σιωπῇ Φοίνικι στορέσαι πυκινόν λέχος», Ομ. Ιλ.)
4. γέρνω προς τα μπρος το κεφάλι («κόρυθι δ’ ἐπένευε φαεινῇ», Ομ. Ιλ.)
5. κλίνω προς κάποιον, υποστηρίζω κάποιον («ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ πάλιν», Αριστοφ.)
6. ξαπλώνω σε επικλινές έδαφος
7. ανυψώνω.