επιπνέω
Greek Monolingual
ἐπιπνέω (AM) πνέω
1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.)
μσν.
αναπνέω
αρχ.
1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ.
β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῖ λαοδάμας Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (με σύστοιχη αιτ.) ξεφυσώ από τη μύτη ή το στόμα («λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς σέλας», Απολλ. Ρόδ.)
3. φυσώ μετά, κατόπιν
4. πνέω αντίθετα («ἐπιπνεῖ αὐτῷ [τῷ βορέᾳ] νότος», Θεόφρ.)
5. μτφ. παροτρύνω σε κάτι ή εναντίον κάποιου («Ἀργείοις ἐπιπνεύσας... Σπαρτῶν γένναν», Ευρ.)
6. μτφ. δίνω, χαρίζω κάτι («Μουσῶν προφῆται... ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν τὸ γέρας», Πλάτ.)
7. μτφ. είμαι ευνοῖκός, βοηθώ («πολλάκις μὲν αὐτοῖς λαμπρᾱς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης», Πολ.)
8. φρ. «ἐπιπνέω τινί» — μπαίνω σαν πνεύμα μέσα σε κάποιον και τον εμπνέω («ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν δαίμων ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν», Πλάτ.).