επισφραγίζω
Greek Monolingual
(AM ἐπισφραγίζω)
1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία)
2. ολοκληρώνω, συμπληρώνω, επιστεγάζω, επιστέφω («με τον θάνατό του επισφράγισε το έργο του»)
αρχ.
1. βάζω κάτι ως σφραγίδα κάπου, εντυπώνω («δεῖ γὰρ αὐτὴν ἀνευρεῖν [τὴν πολιτικήν], καί... ἰδέαν αὐτῇ μίαν ἐπισφραγίσασθαι», Πλάτ.)
2. παθ. ἐπισφραγίζομαι
α) αποτυπώνομαι κάπου («τὸ γεγονός ἐν ταῖς γνώμαις ἐπεσφραγίσθη», Πολ.)
β) σημειώνομαι με κάτι
3. φρ. «ἐπισφραγίζω τινί τι» — δίνω κάτι σε κάποιον ως επίσημο δώρο
4. μέσ. δίνω νομιμότητα, κύρος σε κάτι («ἐπισφραγισαμένους ὅσα ἂν εἶναι καίρια δοκῇ», Πλάτ.).