ετοιμότητα
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμότης) έτοιμος
1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου»)
2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία του πνεύματος («έχει ετοιμότητα στις απαντήσεις του»)
αρχ.-μσν.
(για λόγο) προχειρότητα («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», Πλούτ.)
αρχ.
1. κλίση, προδιάθεση, τάση, ροπή («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ
τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) επιθυμία («ἑτοιμότης κτήσεως»).
Translations
readiness
Armenian: պատրաստակամություն, պատրաստություն; Belarusian: гатоўнасць, гатоўнасьць, гатовасць, гатовасьць; Bulgarian: готовност; Czech: připravenost; Esperanto: preteco; Estonian: valmidus; Finnish: valmius; French: préparation; German: Bereitschaft; Gothic: 𐌼𐌿𐌽𐍃, 𐌼𐌰𐌽𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: ετοιμότητα; Ancient Greek: ἑτοιμότης; Hebrew: מוּכָנוּת; Hungarian: készenlét, készültség; Irish: innealtacht, éascaíocht, oirchill; Latin: promptus; Manx: appeeys, arryltid, arryltys, appeeid; Norwegian Bokmål: beredskap; Nynorsk: beredskap; Polish: gotowość; Portuguese: prontidão; Russian: готовность; Slovak: pripravenosť; Spanish: preparación; Swedish: beredskap; Ukrainian: готовність, готовість