ευημερία

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) ευήμερος
αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ.
β. «οικονομική ευημερία»)
μσν.-αρχ.
στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῖν καὶ ὑμῖν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.)
μσν.
1. εύνοια
2. απόλαυση προνομίων
αρχ.
1. καλός καιρός, καλοκαιρίαὅταν εὐημερίας γενομένης ἀναθερμαίνηται ἡ γῆ», Αριστοτ.)
2. η χαρά της ζωής («ὡς ἐνούσης τινὸς εὐημερίας ἐν αὐτῷ [τῷ ζῆν] καὶ γλυκύτητος φυσικῆς», Αριστοτ.)
3. (για το σώμα) ευεξία, καλή κατάσταση
4. τιμή και δόξα
5. επιτυχία (εμπορική, θεατρική κ.λπ.) («τὴν παρὰ τοῖς θεάτροις εὐημερίαν», Αθήν.)
6. απρόβλεπτο κέρδος
7. φρ. «εὐημερίας ἡμέραν ἐπιτελεῖν» — να κρατάει κάποιος μια μέρα για διασκέδαση.

Translations

prosperity

Bulgarian: преуспяване, благоденствие; Burmese: မင်္ဂလာ; Catalan: prosperitat; Chinese Mandarin: 繁榮/繁荣; Czech: prosperita; Dutch: voorspoed; Esperanto: prospero; Finnish: vauraus; French: prospérité; Galician: prosperidade; German: Prosperität, Wohlstand; Greek: ευημερία, ευπορία; Ancient Greek: ἀμφιλάφεια, αὔξησις, ἀρετή, εὐδαιμονία, εὐεστώ, εὐθηνία, εὐπραξία, εὔσοια, εὐτυχία, ὄλβος; Hindi: समृद्धि; Icelandic: velmegun, góðæri; Irish: rath; Italian: prosperità; Japanese: 繁栄; Korean: 번영(繁榮); Kurdish Central Kurdish: ئاسوودەیی‎, بەختیاری‎, کامەرانی‎; Latin: prosperitas; Malayalam: സമൃദ്ധി, അഭിവൃദ്ധി; Manchu: ᠮᡠᡴᡩᡝᠨ; Maori: tōnuitanga, houkuratanga; Middle English: welthe; Occitan: prosperitat; Polish: dobrobyt; Portuguese: prosperidade; Romanian: prosperitate; Russian: преуспевание, процветание, благосостояние; Sanskrit: ऋद्धि, स्वस्ति; Scottish Gaelic: àigh, piseach; Serbo-Croatian: imućstvo; Slovak: prosperita; Spanish: prosperidad; Swedish: välstånd; Thai: ความรุ่งเรือง; Turkish: refah, gönenç; Ukrainian: процвітання, добробут; Volapük: plöp