ευνοϊκός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α εὐνοϊκός, -ή, -όν)
ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ.
β. «τον βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου»)
νεοελλ.
1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε κάτι που επιδιώκεται («ο καιρός είναι ευνοϊκός για ταξίδι»)
2. αυτός που φέρνει καλή τύχη, ο αίσιος, ο ευοίωνος.
επίρρ...
ευνοϊκώς και ευνοϊκά (Α εὐνοϊκῶς)
με ευνοϊκό τρόπο, με ευμενείς διαθέσεις, με συμπάθεια, καλόγνωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευνο- (του εύνους) + κατάλ. -ικός (πρβλ. απλοϊκός, νυκτοπλοϊκός)].