ζάχαρη

Greek Monolingual

η
1. εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, ευδιάλυτη στο νερό, λίγο διαλυτή στο οινόπνευμα, που εξάγεται από το ζαχαροκάλαμο ή τα ζαχαρότευτλα
2. φρ. α) «περνούν ζάχαρη» — περνούν ευχάριστα, ευημερούν
β) «το ζήτημα πάει ζάχαρη» — το ζήτημα εξελίσσεται ευνοϊκά
γ) «αυτός είναι από ζάχαρη» — είναι πολύ ευαίσθητος
3. (ως επίθ. προσδ.) ζαχαρένιος («τα λόγια του είναι ζάχαρη» — τα λόγια του είναι ζαχαρένια, γλυκά, ευχάριστα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζάχαριν (το), σάχαρ (το) < μτγν. σάκχαρις με τροπή του άηχου συριστικού (s) σε ηχηρό συριστικό (z)
(πρβλ. σαβός > ζαβός).
ΠΑΡ. μσν. ζάχαριν
μσν.- νεοελλ.
ζαχαράτος, ζαχαρένιος
νεοελλ.
ζαχαριάζω, ζαχαριέρα, ζαχαρώδης, ζαχαρώνω. (Για τα σύνθ. βλ. ζάχαρο-)].