ηέριος

Greek Monolingual

ἠέριος, -ίη, -ον (Α)
1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ' ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.)
2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος
3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα
4. αυτός διά μέσου του οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης
5. ιων. αυτός που έχει αερώδη σύσταση, που μοιάζει με αέρα
6. αέρινος, αόρατος εξαιτίας της αερώδους συστάσεως του
7. φρ. «ἠέριαι ἄγραι» — το κυνήγι τών άγριων πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως ιωνικός τ. του αέριος «ομιχλώδης, αέρινος» ανήκει στα παράγωγα του ἀήρ. Με τη σημασία «πρωινός» ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο επίρρ. ήερι (πρβλ. το ανθρωπωνύμιο Ηερί-βοια και πιθ. τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια με α' συνθετικό Aeri-), από το οποίο προκύπτει διά συναιρέσεως το επίρρ. ήρι «νωρίς την αυγή». Το ηέριος συνδέεται επομένως και με το α' συνθετικό αρι- (< αyερι, παράλλ. τ. του ήερι με βραχύ αρχικό φθόγγο) του άριστον(με αρχική σημασία «πρωινό γεύμα»). Κατ' άλλη άποψη, το ηέριος προήλθε από αρχαΐζοντα μεταπλασμό του αμάρτυρου επιθ. ήριος (< ήρι) κατά τα ηέλιος-ήλιος. Ο μακρός αρχικός φθόγγος τών ήερι, ήρι, ηέριος αποδίδεται σε μετρικούς λόγους, δεδομένου ότι οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών έχουν όλοι βραχείς αρχικούς φθόγγους (βλ. λ. ήρι)].