θυηπόλος
English (LSJ)
θυηπόλον, also η, ον Suid., (τελέω, τέλλω) performing sacrifices, sacrificial, χείρ A.Pers.202: Subst., diviner, soothsayer, E.IA746, Ar.Pax1124; priest, Εὐμόλποιο IG3.1337.9, cf. Phld.D.1.4; αἱ θ. παρθένοι, of the Vestal Virgins, D.H.2.64, al.
German (Pape)
[Seite 1222] ὁ, der sich mit Opfern beschäftigt, Opferpriester und Wahrsager, Ar. Pax 1124; eigtl. adj., χείρ Aesch. Pers. 198; die Vestalinnen, θ. παρθένοι D. Hal. 2, 64. 3, 67.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accomplit un sacrifice ; ὁ θυηπόλος prêtre chargé du sacrifice et de la divination.
Étymologie: θύος, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
θυηπόλος: II ὁ жрец (Κάλχας ὁ θ. Eur.; τοῦ Διὸς τοῦ Σωτῆρος Plut.).
совершающий жертвоприношение (χείρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θυηπόλος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Σουΐδ. (πολέω), ἀσχολούμενος εἰς θυσίας, χεὶρ Αἰσχύλ. Πέρσ. 202∙ - ὡς οὐσιαστ., μάντις, ἐπωδός, Εὐρ. Ι. Α. 746, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1124∙ ἱερεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 956∙ αἱ θ. παρθένοι, αἱ Ἑστιάδες, Διον. Ἁλ. 2. 64, πρβλ. 65., 3. 67.
Greek Monolingual
θυηπόλος, -ον θηλ. και -η (Α)
1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.)
2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.)
3. επιγρ. ιερέας
4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι)
οι Εστιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-δόχος, θυη-φάγος) + -πόλος (< πέλω / -ομαι), πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος.
Greek Monotonic
θυηπόλος: -ου (θύος, πολέω), ο απασχολημένος με θυσίες, θυσιαστικός, σε Αισχύλ.· ως ουσ., μάντης, προφήτης, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
θυη-πόλος, ον θύος, πολέω
busy about sacrifices, sacrificial, Aesch.:—as substantive a diviner, soothsayer, Eur., Ar.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ θυσίες, ἱερέας). Σύνθετο ἀπό τό θύω + πολέω (=περιφέρομαι, συχνάζω). Δές στό θύω καί στό πολέω γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
priestess
Armenian: քրմուհի; Belarusian: жрыца, святарка, свяшчэннiца; Bulgarian: жрица, свещеничка; Catalan: sacerdotessa; Chinese Mandarin: 女教士, 女祭司; Czech: kněžka; Danish: præstinde; Dutch: priesteres, priesterin; Esperanto: pastrino; Finnish: papitar; French: prêtresse; German: Priesterin; Greek: ιέρεια; Ancient Greek: ἀγορᾶχος, ἀμφίπολος, ἀρήτειρα, ἀρχείνη, ἀρχεῖτις, ἀρχηΐς, ἀρχίνη, βωμίστρια, θεάγισσα, θυηπόλος, ἱαρέα, ἱάρεα, ἱεραφάντρια, ἱερέη, ἱέρεια, ἱερηίς, ἱερηΐς, ἱερία, ἱερίς, ἱέρισσα, ἱεροφάντις, ἱεροφάντρια, ἱρέα, ἱρείη, ἱρηίη, ἱρηΐη, ἱρήτειρα, ἱροπόλος, κλειδοῦχος, λήτειρα, μέλισσα, μελισσονόμος, μέλιττα, μελιττονόμος, σφάκτρια, τελέστρια, ὑποφῆτις, φαυοφόρος; Hungarian: papnő; Irish: bansagart; Italian: sacerdotessa; Japanese: 女祭司, 女教士; Korean: 여자 사제(女子司祭); Latin: sacerdos, sacerdotessa, antistita; Latvian: priesteriene; Macedonian: свештеничка; Nahuatl Classical: cihuatlamacazqui; Norwegian Bokmål: prestinne; Nynorsk: prestinne; Polish: kapłanka; Portuguese: sacerdotisa; Romanian: preoteasă; Russian: священница, жрица, попадья; Slovak: kňažka; Slovene: svečenica; Spanish: sacerdotisa; Swedish: prästinna; Turkish: rahibe; Ugaritic: 𐎋𐎅𐎐𐎚; Ukrainian: священиця, жриця; West Frisian: preesteresse, prysteresse