ικανοποιώ

Greek Monolingual

(Μ ἱκανοποιῶ, -έω) παρέχω ικανοποίηση, αποδίδω το δίκαιο, αποζημιώνω («ικανοποιήθηκε η πληγωμένη φιλοτιμία του»)
νεοελλ.
1. δίνω κάτι που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες, στις απαιτήσεις ή στις ανάγκες κάποιου («οι πληροφορίες τών εφημερίδων ικανοποίησαν το ενδιαφέρον του κοινού»)
2. εκπληρώνω προσδοκία, ανταμείβω («η επιχείρηση ικανοποιεί αρκετά τους υπαλλήλους της»)
3. ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες κάποιου («ικανοποίησε απόλυτα η απόφαση του δικαστηρίου»)
4. προσφέρω ευχαρίστηση, ευαρεστώ («δεν τον ικανοποίησαν οι βαθμοί του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικανός + -ποιώ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. κακοποιώ, μεγαλοποιώ].