κάκοσμος

English (LSJ)

κάκοσμον, ill-smelling, A. Fr.180.2, S.Fr.565, Ar.Pax38.

German (Pape)

[Seite 1303] übelriechend; οὐράνη Aesch. frg. 15; Ar. Pax 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
puant.
Étymologie: κακός, ὀσμή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κάκοσμος, -ον)
αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείνοσμος, ηδύοσμος].

Greek Monotonic

κάκοσμος: -ον (ὀσμή), αυτός που έχει κακή οσμή, άσχημη μυρωδιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάκοσμος: дурно пахнущий, зловонный (οὐράνη Aesch., Soph.; sc. κάνθαρος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάκοσμος -ον [κακός, ὀσμή] met slechte geur, stinkend.

Middle Liddell

κάκ-οσμος, ον ὀσμή
ill-smelling, Ar.

English (Woodhouse)

evil smelling, evil-smelling, ill-smelling

Translations