κατακλυσμός
English (LSJ)
ὁ,
A flood, Pl.Lg.679d, Arist. Ph.222a23, Stoic. 2.337, Marm.Par.6, etc.; inundation, PMagd.28v. 4 (iii B. C.): pl., Pl.Ti.25c, Lg.677a.
2 metaph., κατακλυσμός τῶν πραγμάτων political deluge, D.18.214.
II Medic. affusion, douche, Cael. Aur.TP4.1.1.
German (Pape)
[Seite 1354] ὁ, die Überschwemmung, Plat. Legg. III, 677 u. A.; bes. von der deukalionischen Fluth, Plat. Legg. III, 679 d; Plut. Pyrrh. 1; übertr., κατακλυσμός τῶν πραγμάτων, Vernichtung, Vergessen, Dem. 18, 214.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 inondation;
2 fig. cataclysme.
Étymologie: κατακλύζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κλυσμός -οῦ, ὁ [κατακλύζω] overstroming; zondvloed; NT; overdr. stortvloed:. ἐὰν... ἐπέλθῃ ποτὲ κῦμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων als er ons ooit een ramp overkomt die een tsunami van ziekten meebrengt Plat. Lg. 740e; κατακλυσμὸν γεγενῆσθαι τῶν πραγμάτων dat er een aardverschuiving in de politiek is geweest Dem. 18.214.
Russian (Dvoretsky)
κατακλῠσμός: ὁ
1 разлив, наводнение Plat., Arst.;
2 потоп Plat., Plut., NT;
3 гибель, уничтожение (τῶν πραγμάτων Dem.).
English (Strong)
from κατακλύζω; an inundation: flood.
English (Thayer)
κατακλυσμοῦ, ὁ (κατακλύζω), inundation, deluge: of Noah's deluge, Sept. for מַבּוּל); Plato, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch.)
Greek Monolingual
ο (AM κατακλυσμός) κατακλύζω
1. πλημμύρα υδάτων που σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις (α. «ο κατακλυσμός του Νώε» β. «τῶν προ κατακλυσμοῦ γεγονότων», Πλάτ.)
2. αφθονία, υπερεπάρκεια
νεοελλ.
1. συνεχής και καταρρακτώδης βροχή η οποία προκαλεί πλημμύρα
2. φρ. «φέρνει τον κατακλυσμό» — μεγαλοποιεί κάτι προβάλλοντας ως πρόσχημα εμπόδια και δυσκολίες
αρχ.
ιατρ.
1. κλύσμα
2. πλύσιμο με άφθονο νερό.
Greek Monotonic
κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρισμα, ξεχείλισμα· μεταφ., σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, κάλυψις τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, λήθη, φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21.
Middle Liddell
κατακλυσμός, οῦ,
a deluge, inundation: metaph., Dem.
Chinese
原文音譯:kataklusmÒj 卡他-克呂士摩士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:向下-巨浪 相當於: (מַבּוּל)
字義溯源:氾濫,洪水,淹沒;源自 (κατακλύζω)=淹沒;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κλύδων)=海中巨浪,怒濤)組成;而 (κλύδων)出自(κλυδωνίζομαι)X*=洶湧)
同源字:1) (εὐρακύλων / εὐροκλύδων)東北風 2) (κατακλύζω)沖去 3) (κατακλυσμός)氾濫 4) (κλύδων)海中巨浪 5) (κλυδωνίζομαι)被巨浪所顛簸比較: (πλήμμυρα)=洪水
出現次數:總共(4);太(2);路(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 洪水(4) 太24:38; 太24:39; 路17:27; 彼後2:5
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πλημμύρα). Ἀπό τό κατακλύζω (=πλημμυρίζω) → κατά + κλύζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
inundation
Arabic: فيضان; Bulgarian: наводнение; Chamicuro: imujki; Chinese Mandarin: 洪水; Czech: zaplavení, záplava; Dutch: inundatie; French: inondation; Georgian: დატბორვა; German: Überschwemmung, Überflutung; Ancient Greek: ἄμβασις, ἀνάβασις, ἀνάχυσις, βροχή, ἔμπτωσις, θαλάσσω, θαλάσσωσις, θαλάττωσις, κατακλυσμός, ὄμβρος, πλήμυρα; Hungarian: áradás; Italian: inondazione, allagamento, alluvione; Japanese: 洪水; Korean: 홍수; Latin: eluvio, abluvium; Nanai: далан; Ottoman Turkish: سیل, طوفان; Persian: سیلاب; Plautdietsch: Äwaschwamunk; Polish: powódź, potop; Portuguese: inundação; Romanian: inundare, inundație; Russian: наводнение, потоп; Spanish: inundación; Ukrainian: повінь, повідь, затоплення, потоп