κατεργάρης

Greek Monolingual

ο, θηλ. κατεργάρα και -άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης)
πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος
νεοελλ.
1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης»)
2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» — πρόσταγμα με το οποίο δινόταν εντολή στους κατάδικους κωπηλάτες τών κατέργων να καταλάβουν τις θέσεις τους, ενώ τώρα λέγεται μεταφορικά για επάνοδο στην τάξη ή στην εργασία μετά από διακοπή
μσν.
κακοποιός καταδικασμένος να κωπηλατεί σε κάτεργο, κωπηλάτης, ναύτης σε κάτεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτεργον + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκάρης, πεισματάρης). Η λ. κατεργάρης έλαβε τη σημ. «πανούργος, δόλιος» προφανώς επειδή αυτοί που δούλευαν στα κάτεργα ήταν συνήθως κακοποιοί. Σήμερα η λ. χρησιμοποιείται και ως εύσημη, προκειμένου να εκφραστεί η έκπληξη ή και ο θαυμασμός του ομιλούντος: π.χ. τελικά τά κατάφερε οκατεργάρης! Παρόμοια χρήση παρατηρείται και σε άλλες λ., όπως π.χ. στο επίθ. άτιμος: πώς μπόρεσαν οι άτιμοι και τους νίκησαν!].