καψαλίζω

Greek Monolingual


1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, το τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά»)
2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση του δέρματος («καψαλίζω ρέγγα»)
3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να αποκτήσει ρόδινο χρώμα
4. (για θερισμένους αγρούς) καίω τις καλαμιές που απόμειναν από το θέρισμα
5. (για υπερβολικό καύσωνα) αποξηραίνω
6. (σχετικά με τα μαλλιά ή με τις τρίχες του προσώπου) καίω στην άκρη με ξαφνική ανάφλεξη («καψαλισμένα φρύδια»)
7. φρ. «καψαλισμένος λόγγος» — δασώδης έκταση έτσι όπως απομένει μετά από πυρκαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυσ-αλίς (καύ-σω: κάψω), κατά τα ρ. σε -ίζω].