κεντρώνω
Greek Monolingual
(Α κεντρῶ -όω, Μ κεντρώνω) κέντρον
1. (για έντομα κ.λπ.) τσιμπώ ή τρυπώ με κεντρί, κεντρίζω, αγκυλώνω («αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντρωσε και μη λαλείς» — παροιμ. για όσους ενεργούν κρυφά)
νεοελλ.
1. (σχετικά με δέντρα) μπολιάζω, βάζω κεντράδι
2. (αμτβ.) (για τον ήλιο) βρίσκομαι στη μέση του ουρανού, μεσουρανώ
νεοελλ.-μσν.
1. (αμτβ.) ξεφυτρώνω, ξεπετιέμαι προς τα πάνω
2. μέσ. κεντρώνομαι
α) πλήττομαι, πληγώνομαι
β) ερεθίζομαι
αρχ.
1. εφοδιάζω με κεντρί
2. μτφ. παρακινώ σε κάτι («κεκεντρωμένος εἰς λόγους»)
3. αστρολ. κατέχω ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα.