Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεντράδι

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

το
εμβόλιο δέντρου, μπόλι, ένθεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με σημ. «κεντρί, αγκάθι» + κατάλ. -άδι (πρβλ. γλυκάδι, κροκάδι)].