κεφαλαιώνω

Greek Monolingual

(Α κεφαλαιῶ, -όω, Μ κεφαλαιώνω) κεφάλαιο
αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.)
νεοελλ.
συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό κεφαλαίου
μσν.
(μτχ. παθ. παρακμ.) κεφαλαιωμένος, -η, -ον
1. αυτός που αποτελεί δύναμη, συνασπισμένος συγκεντρωμένος
2. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός
3. ολοκληρώνω, αποτελειώνω, θέτω τέλος σε κάτι
αρχ.
1. μέσ. κεφαλαιουμαι, -όομαι
χαρακτηρίζω κάποιον («κεφαλαιωσώμεθα τοίνυν τὸν κάκιστον», Πλάτ.)
2. χτυπώ κάποιον στο κεφάλι, του σπάζω το κεφάλι («κἀκεῖνον λιθοθολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν», ΚΔ)
3. παθ. συνοψίζομαι, ανέρχομαι σε κάποιο ποσόὥστε τήν σύμπασαν κατ' Ἐρατοσθένη κεφαλαιοῦσθαι έννακισχιλίων ἑξακοσίων [σταδίων]», Στράβ.