κρυώνω
Greek Monolingual
(Μ κρυώνω) κρύος
1. (αμτβ.) αισθάνομαι ψύχος, ριγώ («όλη τη νύχτα κρύωνα»)
2. (αμτβ.) ψύχομαι, υφίσταμαι ψύξη, ψυχραίνομαι («πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει»)
νεοελλ.
1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω
2. (αμτβ.) κρυολογώ («κρύωσα επειδή βγήκα λουσμένη»)
3. μτφ. δυσαρεστώ, απογοητεύω, αποκαρδιώνω κάποιον («τα λόγια του μέ κρύωσαν»)
4. μτφ. δυσαρεστούμαι με κάποιον («από τότε που της μίλησα μ' αυτόν τον τρόπο κρύωσε μαζί μου»).