κυδάζω
English (LSJ)
(κύδος) revile, abuse, Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν Epich.6:—in Med., c.dat., τήνῳ κυδάζομαί τε κἀπ' ὦν ἠχθόμαν Id.35.6; οὔ τοι γυναιξὶ δεῖ κυδάζεσθαι· τί γάρ; A.Fr.94: c. acc., ὦ πέπον ἦ μάλα δή με κακῷ ἐκυδάσσαο μύθῳ A.R.1.1337:—Pass., κυδάζομαι = to be reviled, S.Aj.722.
German (Pape)
[Seite 1524] (vgl. κῦδος u. κυδαίνω), nur im schlimmen Sinne, schmähen, beschimpfen; Epicharm. b. Schol. Soph. Ai. 709, μὴ κύδαζέ μου τὸν πρεσβύτερον ἀδελφόν; pass., κυδάζεται τοῖς πᾶσιν Ἀργείοις ὁμοῦ Soph. a. a. O., wo der Schol. aus Aesch. frg. 81 οὔτοι γυναιξὶ κυδάζεσθαι, »von den Weibern verhöhnt werden« citirt. – Auch med., = act., τήνῳ κυδάζομαι Epicharm. bei Ath. VI, 236 a, u. Ap. Rh. ἦ μάλα δή με κακῷ ἐκυδάσσαο μύθῳ, 1, 1337, du schmähtest mich, wo der Schol. diese Bdtg von κῦδος als syrakusisch bezeichnet, überdies aber kurz gebraucht ist.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
injurier, insulter, acc..
Étymologie: κῦδος -- DELG v.sl. kuditi « blâmer ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδάζω beledigen.
Russian (Dvoretsky)
κῠδάζω: бранить, поносить (κυδάζεσθαι τοῖς πᾶσιν Ἀργείοις Soph.).
Greek Monolingual
κυδάζω (Α)
βρίζω («Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεόν», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε μηδενισμένη βαθμίδα kud- της ΙΕ ρίζας keuәd- «κραυγάζω, βρίζω, επιπλήττω», οπότε θα συνδέεται με σλαβικές και γερμανικές λ. που σημαίνουν «βρίζω, επιπλήττω», πρβλ. αρχ. σλαβ. kuditi «μέμφεσθαι», μέσ. άνω γερμ. gehiuze «κραυγή, σαρκασμός», πιθ. αρχ. ινδ. kutsάyati «κατηγορώ, κοροϊδεύω» και μέσ. αγγλ. schūten «κραυγάζω»].
Greek Monotonic
κῠδάζω: (κύδος, ὁ), βρίζω, βλασφημώ, διασύρω — Παθ., γίνονται αντικείμενο ονειδισμού, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠδάζω: (κύδος, ὁ, ὃ ἴδε) ὀνειδίζω, ὑβρίζω, λοιδορῶ, Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεσβύτερον ἀδελφεὸν Ἐπίχ. 3 Ahr.· οὕτως ἐν τῷ μέσ., μετὰ δοτ., τήνῳ κυδάζομαί τε κἄπ’ ὦν ἠχθόμαν ὁ αὐτ. ἐν 19. 6· οὔ τοι γυναιξὶ δεῖ κυδάζεσθαι· τί γάρ; Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 91· ὦ πέπον, ἦ μάλα δή με κακῶς ἐκυδάσσαο Ἀπολλ. Ρόδ. Αϳ. 1337· ― παθ., Σοφ. Αἴ. 722.