λίπανση

Greek Monolingual

η (Α λίπανση) λιπαίνω
επάλειψη, επίχριση με λίπος
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) η παρεμβολή μιας λιπαντικής ουσίας μεταξύ δύο κινούμενων στελεχών μιας μηχανής με σκοπό τον έλεγχο και τη μείωση της τριβής και της φθοράς τών επιφανειών τους που έρχονται σε επαφή
2. (γεωπ.) η προσθήκη στο έδαφος και η ανάμιξη με αυτό φυσικών ή χημικών λιπασμάτων για τη διατήρηση ή τη βελτίωση της γονιμότητάς του
3. φρ. «χλωρή λίπανση»
(γεωπ.) λίπανση που γίνεται με την καλλιέργεια ενός ψυχανθούς ή άλλου κτηνοτροφικού φυτού, το οποίο παραχώνεται με όργωμα ενώ είναι ακόμη χλωρό και έτοιμο για θερισμό.