μετακίνηση
Greek Monolingual
η (ΑM μετακίνησις) μετακινώ
αλλαγή θέσης, μετάθεση, μετατόπιση
νεοελλ.
1. μετάβαση από έναν τόπο σε άλλο
2. βιολ. η αρχική μετατόπιση τών χρωματοσωμάτων κατά τη μίτωση, με τη λήξη της οποίας αυτά διατάσσονται σε ένα ισημερινό επίπεδο μεταξύ τών πόλων, σχηματίζοντας τη μεταφασική πλάκα ή στεφάνη
μσν.
(για επίσκοπο) μετάθεση από μια εκκλησία σε άλλη
μσν.-αρχ.
εξάρθρωση
αρχ.
1. αστρον. στροφή γύρω από άξονα
2. μτφ. αλλαγή, μεταβολή («τῇ ἐς τὸ βαρβαρικώτερον μετακινήσει», Αρρ.).