μεταπηδώ
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταπηδῶ, -άω)
1. αλλάζω θέση με άλμα, πηδώ από το ένα μέρος σε άλλο
2. μτφ. αλλάζω κατάσταση σαν να κάνω άλμα, μεταβάλλω απότομα τη γνώμη μου, απαρνούμαι τις μέχρι τώρα αρχές και πεποιθήσεις μου και ασπάζομαι νέες
νεοελλ.
μτφ. αποσκιρτώ, αυτομολώ, αποστατώ
μσν.
1. μεταβαίνω ορμητικά
2. ξεπερνώ, υπερβαίνω
αρχ.
πηδώ στο μέσον.