μητρόπολη

Greek Monolingual

η (ΑΜ μητρόπολις, Α δωρ. τ. ματρόπολις, ποιητ. τ. μητρόπτολις)
1. πόλη από την οποία δημιουργήθηκαν άλλες πόλεις, δηλαδή οι αποικίες («μητρόπολις Δωριέων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ», Ηρόδ.)
2. η πρωτεύουσα χώρας, καθώς και το κύριο πολιτικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό κέντρο ενός τόπου («η Μέκκα είναι μητρόπολη του μωαμεθανισμού»)
νεοελλ.
χώρα που ασκεί αποικιακό έλεγχο σε άλλες χώρες («η Βρετανία ήταν μητρόπολη πολλών χωρών του κόσμου»)
νεοελλ.-μσν.
1. η έδρα και η κατοικία του μητροπολίτη, καθώς και η περιοχή στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του
2. ο επισημότερος ναός μιάς πόλης, ο οποίος είναι αφιερωμένος στον προστάτη άγιό της και στον οποίο λειτουργεί ο μητροπολίτης ή ο επίσκοπος, αλλ. καθεδρικός ναός
αρχ.
1. (στην Αίγυπτο) πρωτεύουσα νομού
2. πατρίδα
3. γενέτειρα πόλη της μητέρας κάποιου
4. μτφ. κυριότερη βάση, ορμητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + πόλις. Τη λ. δανείστηκε η λατ. και από αυτήν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. metropolis, γαλλ. metropole, γερμ. Μetropole). Βλ. και λ. μετρό].