μνημόσυνο

Greek Monolingual

το (ΑΜ μνημόσυνον)
νεοελλ.
συγκέντρωση κατά τη διάρκεια της οποίας εκφωνούνται εγκωμιαστικοί λόγοι οι οποίοι αναφέρονται στη ζωή και το έργο προσώπου που έχει πεθάνει («φιλολογικό μνημόσυνο»
νεοελλ.-μσν.
τελετή η οποία γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τον θάνατο κάποιου υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του («ξεχωριστή θα στήσωμε για σέ γιορτή και σχόλη, ξεχωριστό μνημόσυνο για σέ και λειτουργία», Κρυστ.)
μσν.
1. εκκλ. μνημόνευση αυτοκράτορα, πατριάρχη, επισκόπου με ειδική μεγαλόφωνη ευχή κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας
2. φρ. α) «ἀνατίθημι μνημόσυνον» — δίνω ευκαιρία σε κάποιον να μέ μνημονεύει
β) «ἔχω τὸ μνημόσυνον» — μνημονεύομαι
3. ανάμνηση, ενθύμηση
μσν.-αρχ.
αναμνηστικό, ενθύμιο
αρχ.
1. υπόμνημα, σημείωση
2. ουλή, σημάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων + κατάλ. -όσυνο (πρβλ. μνημόσυνος). Η λ. με τη σημ. «θρησκευτική τελετή» είναι πιθ. ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μνημόσυνος].