μορφώνω
Greek Monolingual
(ΑΜ μορφῶ, -όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, -άω) μορφή
1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.)
2. (το παθ.) μορφοῦμαι, -όομαι, μορφώνομαι
διαπλάσσομαι, σχηματίζομαι τελείως, διαμορφώνομαι («μεμορφωμένα γὰρ εὐθὺς ἐκεῖνα [τὰ ζῶα] ταῦτα δ'ἅμα τῇ γενέσει μορφοῦνται», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (μτβ.) διαμορφώνω τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο κάποιου, προάγω κάποιον πνευματικά και ηθικά, εκπαιδεύω, διαπαιδαγωγώ («σήμερα όλοι μορφώνουν τα παιδιά τους»)
2. φρ. «μορφώνω γνώμη» — σχηματίζω γνώμη («πρέπει να τον ακούσω προτού μορφώσω γνώμη»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μορφωμένος, -η, -ο αυτός που έχει λάβει γενική μόρφωση, που έχει καταρτιστεί πλήρως, πεπαιδευμένος, εγγράμματος («είναι πολύ μορφωμένος»)
μσν.
(το μέσ.) μορφοῦμαι, -όομαι
κοσμώ, καλλωπίζω
(μσν-αρχ.) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, τροποποιώ, μετασχηματίζω
αρχ.
σχεδιάζω, παριστάνω, απεικονίζω.