νέρθεν
English (LSJ)
below, at the foot, from the underworld, from the under-world, in the underworld, in the under-world; v. ἔνερθε.
French (Bailly abrégé)
νέρθεν ou νέρθε;
adv. et prép.
1 en-dessous, particul. dans les Enfers ; avec un gén. sous;
2 des Enfers.
Étymologie: cf. ἔνερθεν.
Greek (Liddell-Scott)
νέρθεν: ἐϋτρήτων καλάμων ὑπὸ ῥίζαν ὁδεύει·
English (Autenrieth)
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: (from) below, νέρτερος `under-.
See also: s. ἔνερθεν, ἐνέρτερος.
Frisk Etymology German
νέρθεν: {nérthe(n)}
Forms: νέρτερος unterer
Meaning: von unten, unten, unterhalb,
See also: s. ἔνερθεν, ἐνέρτερος.
Page 2,308
Greek Monolingual
ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α)
1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», Ομ. Ιλ.)
2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ' ἔνερθε πόδες και χεῖρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.)
3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί ἔνερθε θεοί», Ομ. Ιλ.)
4. (για πρόσ.) υποχείριος, κάτω από την εξουσία («ἐχθρῶν ἔνερθεν ὄντα», Σοφ. Φιλ.)
5. (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται αμέσως) πιο κάτω, πιο βαθιά (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», Ομ. Ιλ.)
β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», Σοφ. αποσπ.)
6. α) «ἔνερθε γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — μέσα από τη γη, από τα μύχια της γης
β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα βάθη της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το επίρρ. ένερθε(ν) σχηματίστηκε αναλογικά προς το αντίθετό του ύπερθε(ν), όπως εξάλλου και το συγγενές του εγέρτερος κατά το υπέρτερος. Συνδέθηκε με ουμβρ. nertru «αριστερός», οσκ. nertra-k «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο νέρτερος. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την περιοχή που ο ήλιος είναι χαμηλά, δύει, δηλ. την αριστερή μεριά αυτού που στρέφεται προς την Ανατολή. Στην ίδια λεξιλογική ομάδα φαίνεται ότι ανήκει και το ένεροι, που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. οἱ ἐν ἔρᾳ «αυτοί που είναι μέσα στη γη» και έπειτα με συμφυρμό τών ένεροι και νέρθε(ν), νέρτερος προήλθαν τα ένερθε(ν), ενέρτερος].
German (Pape)
v. νέρθε.