ἔνερθεν

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνερθεν Medium diacritics: ἔνερθεν Low diacritics: ένερθεν Capitals: ΕΝΕΡΘΕΝ
Transliteration A: énerthen Transliteration B: enerthen Transliteration C: enerthen Beta Code: e)/nerqen

English (LSJ)

below, at the foot, from the underworld, from the under-world, in the underworld, in the under-world; v. sub ἔνερθε.

French (Bailly abrégé)

dev. une voy. ou pour allonger le ε final, ἔνερθεν;
adv. et prép.
I. adv. 1 de l'intérieur de la terre, de dessous terre;
2 en dessous, en bas ; en parl. des enfers sous la terre : οἱ ἔνερθε θεοί IL les dieux des enfers;
II. prép. avec le gén.
1 de dessous, au-dessous de : γῆς ἔνερθεν ἐς φάος ESCHL de dessous la terre en venant à la lumière du jour;
2 au-dessous de : ἔνερθ' Ἀΐδεω IL au-dessous du séjour d'Hadès;
3 fig. au-dessous, càd au pouvoir de : ἐχθρῶν ἔνερθε SOPH au pouvoir de mes ennemis.
Étymologie: ἐν, -θε.

English (Autenrieth)

νέρθε (ν): from below, Il. 20.57 (opp. ὑψόθεν); below, Il. 14.274; w. gen., Il. 8.16; after its case, Il. 11.234, 252.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv., prep.
Meaning: (from) below, below.
Other forms: also νέρθε(ν) (Hom.), ἔνερθα (Dor. Lesb.)
Compounds: Also ὑπ-, ἐπ-ένερθε(ν). See Lejeune Les adv. en -θεν, esp. 341ff.
Derivatives: Compare ἔνεροι those below, those below the earth, of the dead and the gods below the earth (Hom.), ἐνέρτερος, νέρτερος below (the earth) (Hom.), sup. ἐνέρτατος the lowest (Emp.).
Origin: IE [Indo-European] [765] *ner-(ter-o-) the one below
Etymology: Cf. the opposites ὕπερ-θε(ν), ὑπέρ-τερος, -τατος, to ὑπέρ; also ὕπερον, ὑπέρα (s. vv.). - A good formal agreement to νέρτερος gives Italic in Umbr. nertru sinistro, Osc. nertra-k a sinistra. One compares further Germanic words for north, e. g. OWNo. norđr n., which requires zero grade: PGm. *núrÞra-, IE *nr̥tro-. Basic meaning: region where the sun is below, or left side of someone who prays when turning to the east. Another formation in Arm. ner-k-in the one below (cf. i nerkoy, i nerkust (from) below). Diff. again is Skt. naraka- hell (Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. II: 2, 150). Without consonantal suffix Toch. B ñor below; also A ñare, B nray, nrey world below, hell rather LW [loanword] from Skt.. niraya- id.; cf. Duchesne-Guillemin BSL 41, 180. - As Armenian has no e-, this may be a Greek innovation. (Improbable Bezzenberger BB 27, 174, Güntert IF 27, 49 and Sonne KZ 14, 11: ἔν ἔρᾳι = in the earth). - Further to Lith. neriù, ner̃ti dive in, slip in etc. (s. δενδρύω)? S. also νειρός. - The e- may be compared with that of ἐκεῖ?

Frisk Etymology German

ἔνερθεν: {énerthe(n)}
Forms: auch νέρθε(ν) (ep. ion. poet.), ἔνερθα (dor. lesb.) Adv. und Präp.
Meaning: ‘(von) unten, unter(halb)’.
Composita: Auch ὑπ-, ἐπένερθε(ν). Näheres bei Lejeune Les adv. en -θεν, bes. 341ff.
Derivative: Daneben ἔνεροι die Untern, Unterirdischen, von den Toten und unterirdischen Göttern (ep. poet.), ἐνέρτερος, νέρτερος unterirdisch, unterer (ep. poet.), Sup. ἐνέρτατος der unterste (Emp.).
Etymology: Zur Bildung vgl. die Opposita ὕπερθε(ν), ὑπέρτερος, -τατος, zu ὑπέρ; auch ὕπερον, ὑπέρα (s. dd.). — Ein genaues formales Gegenstück zu νέρτερος bietet das Italische in umbr. nertru sinistro, osk. nertra-k a sinistra; sehr verlockend ist die weitere Heranziehung des germanischen Wortes für Norden, z. B. awno. norđr n., das allerdings Schwundstufe voraussetzt: urg. *núrþra-, idg. *nr̥tro-. Grundbedeutung: Gegend wo die Sonne unten ist, bzw. linke Seite des gegen Osten sich wendenden Beters. Eine andere Bildungsweise zeigt arm. ner-k‘-in der untere (vgl. i nerkoy, i nerkust unten, von unten), wieder anders aind. naraka- Hölle (Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. II: 2, 150). Ohne konsonantisches Suffix toch. B ñor unter (Grundform sonst unklar); dagegen A ñare, B nray, nrey Unterwelt, Hölle eher LW aus aind. niraya- ib.; vgl. die Lit. bei Duchesne-Guillemin BSL 41, 180. — Da das anlautende ἐ- in ἔνεροι usw. im Armenischen fehlt, dürfte es sich um eine griechische Neuerung handeln. Nach Bezzenberger BB 27, 174 wäre ἔνεροι als Hypostase aus οἱ ἐν ἔρᾳ "die in der Erde" von νέρθε und νέρτερος zu trennen; erst durch Kontamination hätten sich daraus ἔνερθε und ἐνέρτερος ergeben. Ähnlich Güntert IF 27, 49 mit Sonne KZ 14, 11: ἔνεροι zu ἐν als "die drinnen (= in der Erde)". Eine Benennung "die Binnenirdischen" oder "die Innern" für "die Unterirdischen" ist indessen mehr logisch als glaubhaft. — Weitere Beziehung zu lit. neriù, ner̃ti untertauchen, hineinschlüpfen usw. (s. δενδρύω) ist auch zu erwägen. S. auch νειρός. — WP. 2, 333f., Pok. 765f.
Page 1,514-515

Greek Monolingual

ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α)
1. από κάτωἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», Ομ. Ιλ.)
2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ' ἔνερθε πόδες και χεῖρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.)
3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί ἔνερθε θεοί», Ομ. Ιλ.)
4. (για πρόσ.) υποχείριος, κάτω από την εξουσία («ἐχθρῶν ἔνερθεν ὄντα», Σοφ. Φιλ.)
5. (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται αμέσως) πιο κάτω, πιο βαθιά (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», Ομ. Ιλ.)
β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», Σοφ. αποσπ.)
6. α) «ἔνερθε γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — μέσα από τη γη, από τα μύχια της γης
β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα βάθη της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το επίρρ. ένερθε(ν) σχηματίστηκε αναλογικά προς το αντίθετό του ύπερθε(ν), όπως εξάλλου και το συγγενές του εγέρτερος κατά το υπέρτερος. Συνδέθηκε με ουμβρ. nertru «αριστερός», οσκ. nertra-k «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο νέρτερος. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την περιοχή που ο ήλιος είναι χαμηλά, δύει, δηλ. την αριστερή μεριά αυτού που στρέφεται προς την Ανατολή. Στην ίδια λεξιλογική ομάδα φαίνεται ότι ανήκει και το ένεροι, που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. οἱ ἐν ἔρᾳ «αυτοί που είναι μέσα στη γη» και έπειτα με συμφυρμό τών ένεροι και νέρθε(ν), νέρτερος προήλθαν τα ένερθε(ν), ενέρτερος].

German (Pape)

v. ἔνερθε.