ξεφυσώ
Greek Monolingual
-άω
1. αφήνω να περάσει από μέσα μου αέρας ή αέριο ορμητικά («το πιστόνι της τρόμπας ξεφυσάει»)
2. αναπνέω με δυσκολία μετά από τρέξιμο ή σωματική καταπόνηση, αγκομαχώ, λαχανιάζω, ασθμαίνω
3. αναστενάζω βαθιά
4. (κατ' ευφ.) κλάνω, πέρδομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φυσῶ (αόρ. ἐξ-εφύσησα), βλ. λ. ξ(ε)-].