ξεχωρίζω

Greek Monolingual

ξεχωρίζω)
1. χωρίζω, θέτω χωριστά, αποχωρίζω, τοποθετώ κάτι σε διαφορετική θέση από άλλα ή από άλλο αντικείμενο («ξεχώρισα τα φρέσκα από τα μπαγιάτικα»)
2. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση, προτιμώ, κάνω διάκριση («μην ξεχωρίζεις τους μαθητές σου»)
3. διακρίνω, διαστέλλω («δεν μπόρεσα να τον ξεχωρίσω μέσα στο πλήθος»)
4. διακρίνομαι καθαράκάπου κάπου στη θαμπή και μακρινή του φέξη, / το μονοπάτι του βουνού ξεχώριζε στους βράχους», Κρυστάλλης)
5. διαφέρω από άλλους, διακρίνομαι, φαίνομαι ανώτερος, παίρνω τιμητικές διακρίσεις («ξεχωρίζει από όλους τους συμμαθητές του»)
5. παθ. ξεχωρίζομαι
(για πρόσ.) αποχωρίζομαι («άγουρος με ξανθή κόρη... όρκο κάμαν στους κλώνους μου να μη ξεχωριστούνε», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-χωρίζω (αόρ. ἐξ-εχώρισα), βλ. και λ. ξ(ε)-].