ξύση

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξῡσις και εσφ. γρφ. ξύσις) ξύω
ξύσιμο, απόξεση
νεοελλ.
παροιμ. «το φαΐ κι η ξύση όσο ν' αρχινίσει» — στο φαγητό και στο ξύσιμο αρκεί να γίνει η αρχή, γιατί κατόπιν δύσκολα σταματούν
αρχ.
1. εξέλκωση
2. στίλβωση, πλάνισμα ξύλου
3. εκδορά, γδάρσιμο
4. απόξεσμα, ρινίδιο, ρίνισμα.