ορισμός

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁρισμός) ορίζω
(φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο με τα οποία αυτά διακρίνονται από κάθε άλλο διαφορετικό ή συγγενές τους («ο ορισμός της αρετής»)
νεοελλ.
καθορισμόςορισμός της τιμής τών εμπορευμάτων»)
νεοελλ.-μσν.
διαταγή, εντολή, προσταγή («στους ορισμούς σας!»)
μσν.
σπαν. όριο, σύνορο
αρχ.
1. χάραξη ή θέση ορίων, περιορισμός
2. καθορισμός της αμοιβής για την έκβαση αγώνα, στοίχημα
3. ευχή, τάμα, υπόσχεση.